- προσεκολλήθη
- εις την παρέαν μας он примазался к нашей компании;5) перен. отдаваться, предаваться;
προσεκολλήθηώμαι στο καθήκον μου — быть преданным своему долгу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσεκολλήθηώμαι στο καθήκον μου — быть преданным своему долгу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσεκολλήθη — προσκολλάω glue on aor ind pass 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)